κολυμβητικός

κολυμβητικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κολύμβηση ή στον κολυμβητή: Το καλοκαίρι γίνονται κολυμβητικοί αγώνες.
2. το θηλ., κολυμβητική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του να επιπλέει κανείς στην επιφάνεια του νερού και να κινείται όπου θέλει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κολυμβητικός — ή, ό (AM κολυμβητικός, ή, όν) [κολυμβητής] 1. αυτός που αναφέρεται στον κολυμβητή ή στην κολύμβηση («κολυμβητικοί αγώνες») 2. το θηλ. ως ουσ. η κολυμβητική η τέχνη τής κολύμβησης νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολυμβητικά ζωολ. υπόταξη… …   Dictionary of Greek

  • κολυμβητικῆς — κολυμβητικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολυμβητική — κολυμβητικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”